Ερυθρά και εγκυμοσύνη - (Rubella in pregnancy)
Ερυθρά και εγκυμοσύνη - (Rubella in pregnancy)
Επιδημιολογία της εμφάνισης της ερυθράς στην εγκυμοσύνη
Πριν την εισαγωγή του εμβολίου της ερυθράς το 1969, επιδημίες της ερυθράς εμφανίζονταν κάθε 6 έως 9 χρόνια, συνήθως προς το τέλος του χειμώνα και αρχές της άνοιξης. Το 1964 μια μεγάλη παγκοσμίου εμβέλειας επιδημία, έφτασε και στην Αμερική όπου και νόσησαν 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι, κατά κύριο λόγο παιδιά και έγκυες γυναίκες. Αυτό οδήγησε στο να έχουμε 11.000 εμβρυικούς θανάτους και 20.000 γεννήσεις νεογνών με συγγενές σύνδρομο της ερυθράς το οποίο και περιλαμβάνει σοβαρότατες ανωμαλίες. Σήμερα λόγω της μαζικής εφαρμογής του εμβολίου τα περιστατικά με σύνδρομο συγγενούς ερυθράς σπανίζουν.
Στην Ελλάδα την δεκαετία του ΄80 η εμβολιαστική κάλυψη δεν ξεπερνούσε το 50 %. Έτσι φτάσαμε το 1993 όπου εμφανίστηκε επιδημία ερυθράς. Η μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου ήταν τα 17 έτη, ενώ το 64 % των γυναικών που νόσησαν ήταν πάνω από 15 χρονών. Έτσι ενώ κατά μέσο όρο τα προηγούμενα χρόνια είχαμε 1 με 4 γεννήσεις κάθε χρόνο παιδιών με σύνδρομο συγγενούς ερυθράς, εκείνη την χρονιά δηλαδή το 1993 είχαμε την γέννηση 25 παιδιών με συγγενή ερυθρά.
Ακόμη και σήμερα (2017) στην Ελλάδα η εμβολιαστική κάλυψη δεν είναι καθολική και τα ποσοστά των γυναικών που δεν έχουν εμβολιασθεί ή δεν έχουν νοσήσει στο παρελθόν, έτσι ώστε να έχουν ανοσία, φτάνουν σε κάποιες περιοχές το 10 %. Στην γειτονική Τουρκία το ποσοστό των γυναικών που δεν εμβολιάζονται ξεπερνά το 15 %. Αυτό εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την έγκυο γυναίκα που είναι εκτεθειμένη στο ιό της ερυθράς και οδηγεί ακόμα και σήμερα σε διακοπές κύησης εξαιτίας της λοίμωξης από ερυθρά που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για το έμβρυο ειδικά στο πρώτο τρίμηνο της κύησης καθώς και σε λίγες περιπτώσεις σε γεννήσεις παιδιών με συγγενές σύνδρομο της ερυθράς.
Παγκοσμίως εκτιμάται ότι περισσότερα από 100.000 βρέφη γεννιούνται κάθε χρόνο με Συγγενές Σύνδρομο Ερυθράς, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες
Οι ευθύνες του αντιεμβολιαστικού κινήματος, που διογκώνεται τα τελευταία χρόνια, τόσο για τους θανάτους εμβρύων όσο και για τις γεννήσεις νεογνών με σοβαρά προβλήματα είναι τεράστιες.
Τι είναι η ερυθρά και γιατί είναι σημαντική νόσος για την εγκυμοσύνη;
Η ερυθρά γνωστή και ως γερμανική ιλαρά, είναι μια ήπια, λοιμώδης, εξανθηματική και μεταδοτική νόσος που κατά κανόνα προσβάλλει μικρά παιδιά 5 έως 9 ετών. Ο ιός της ερυθράς είναι ένας RNA ιός που μεταδίδεται με τις εκκρίσεις από την αναπνευστική οδό.
Στα παιδιά αλλά μερικές φορές και στους ενήλικες η νόσηση συχνά είναι υποκλινική δηλαδή χωρίς καθόλου ή με πολύ ήπια συμπτώματα. Έτσι έγκυες γυναίκες που δεν έχουν εμβολιασθεί ή δεν έχουν νοσήσει στην παιδική τους ηλικία μπορεί να κολλήσουν, ακόμη και χωρίς να το αντιληφθούν, τον ιό της ερυθράς και να τον μεταδώσουν μέσω του πλακούντα στα έμβρυα που κυοφορούν. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο γιατί συχνά τα έμβρυα αυτά πεθαίνουν ενδομητρίως ή γεννιούνται με σοβαρές συγγενείς ανωμαλίες, συνηθέστερη των οποίων είναι η κώφωση.
Η νόσηση από ερυθρά καθώς και ο εμβολιασμός καταλείπουν ισόβια ανοσία. Πάρα πολύ σπάνια μπορεί να υπάρξει επαναλοίμωξη της εγκύου και αυτό αποτελεί πρόβλημα εάν συμβεί μόνο μέχρι τις 12 εβδομάδες κύησης.
Ποια είναι τα συμπτώματα της νόσου;
Ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού 25 % έως 50 % νοσεί υποκλινικά χωρίς να εμφανίζει συμπτώματα από τη νόσο.
Στα παιδιά τα πρόδρομα συμπτώματα είναι σπάνια ή πολύ ήπια και η πρώτη εκδήλωση της νόσου είναι το εξάνθημα.
Τα συμπτώματα της νόσησης από την ερυθρά συνήθως εμφανίζονται 14 - 21 ημέρες μετά από την επαφή με τον ιό. Συνήθως εμφανίζεται ελαφρύς πυρετός, ρινική καταρροή, πονόλαιμος, βήχας πονοκέφαλος και γενικευμένη αδιαθεσία. Άλλα συμπτώματα της ερυθράς είναι η επιπεφυκίτιδα και η ορχίτιδα. Μερικές φορές εμφανίζεται και γενικευμένη επώδυνη λεμφαδενοπάθεια που συνήθως εντοπίζεται στους οπισθοωτιαίους και στους υπινιακούς λεμφαδένες και μπορεί να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται σε άλλοτε άλλο βαθμό, 1 έως 5 ημέρες πριν την εμφάνιση του εξανθήματος. Επίσης σε ένα ποσοστό 20 % πριν την εμφάνιση του εξανθήματος μπορεί να εμφανισθεί ενάνθημα, δηλαδή ερυθρές κηλίδες της μαλακής υπερώας (Forchheimer spots). Αρθραλγία, αρθρίτιδα, τενοντίτιδα ή σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, συμβαίνουν συχνά στους ενήλικες συνήθως μία εβδομάδα μετά την εμφάνιση του εξανθήματος και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ερυθράς και όχι επιπλοκή.
Το εξάνθημα της ερυθράς αρχίζει από το πρόσωπο και επεκτείνεται στον τράχηλο, τα άνω άκρα, τον κορμό και τα κάτω άκρα. Διαρκεί 3 ημέρες και εξαφανίζεται με τη σειρά εμφάνισης του. Είναι ροδαλό, κηλιδώδες ή κηλιδοβλατιδώδες, αραιό κατά κανόνα, δεν συρρέει και δεν προκαλεί έντονο κνησμό.
Τι ειναι το Συγγενές Σύνδρομο της Ερυθράς (Congenital Rubella Syndrome - CRS);
Το σύνδρομο συγγενούς ερυθράς (ΣΣΕ) είναι ένα σύνδρομο που προκύπτει όταν κατά τη λοίμωξη της εγκύου ο ιός περνά από τον πλακούντα στο έμβρυο με αποτέλεσμα:
- την γέννηση πάσχοντος νεογνού
- την αυτόματη αποβολή του κυήματος
- την ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου (IUGR)
- τον ενδομήτριο θάνατο του εμβρύου
- τον πρόωρο τοκετό
Η βαρύτητα των εκδηλώσεων εξαρτάται από την ηλικία κύησης κατά την οποία συμβαίνει η λοίμωξη. Ο κίνδυνος εμφάνισης συγγενών ανωμαλιών φτάνει το 85% όταν το έμβρυο προσβληθεί κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης (δηλαδή μέχρι τις 12 εβδομάδες κύησης), ενώ αντίθετα είναι σπάνιες όταν το έμβρυο προσβληθεί μετά την 20η εβδομάδα κύησης. Η πιθανότητα προσβολής του νεογνού μετά τις 12 εβδομάδες και μέχρι τις 20 εβδομάδες κύησης είναι περίπου 25 % - 30 % και ουσιαστικά μπορεί να προκαλέσει μόνο κώφωση. Η νόσηση στο τρίτο τρίμηνο της κυησης οδηγεί μόνο σε ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης.
Η νόσηση από ερυθρά καθώς και ο εμβολιασμός καταλείπουν ισόβια ανοσία. Πάρα πολύ σπάνια μπορεί να υπάρξει επαναλοίμωξη της εγκύου και αυτό αποτελεί πρόβλημα εάν συμβεί μόνο μέχρι τις 12 εβδομάδες κύησης.
Η συγγενής λοίμωξη με ερυθρά επηρεάζει όλα τα συστήματα.
- Η κώφωση αποτελεί τη συχνότερη και συχνά την μόνη εκδήλωση της συγγενούς ερυθράς.
- Η προσβολή των οφθαλμών μπορεί να εκδηλωθεί με καταρράκτη, μικροφθαλμία, γλαύκωμα και αμφιβληστροειδοπάθεια.
- Συγγενής καρδιοπάθεια προκαλείται στα μισά τουλάχιστον παιδιά μητέρων που νόσησαν κατά τους δυο πρώτους μήνες της κύησης και συχνότεροι τύποι της είναι ο ανοικτός βοτάλειος πόρος, η στένωση της πνευμονικής αρτηρίας ή του ισθμού της αορτής και οι ανωμαλίες του κοιλιακού διαφράγματος.
- Οι βλάβες από το ΚΝΣ περιλαμβάνουν μικροκεφαλία, πνευματική καθυστέρηση και διαταραχές της συμπεριφοράς.
- Σπάνια παρατηρείται εξελικτική πανεγκεφαλίτιδα ανάλογη με την υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα της ιλαράς.
- Άλλες εκδηλώσεις περιλαμβάνουν οστικές αλλοιώσεις, ηπατοσπληνομεγαλία, ηπατίτιδα και θρομβοπενία με πορφυρικό εξάνθημα.
Οι εκδηλώσεις του ΣΣΕ μπορεί να καθυστερήσουν να εκδηλωθούν κατά 2-4 χρόνια. Σακχαρώδης διαβήτης εμφανίζεται συχνά αργότερα στην παιδική ηλικία. Παιδιά με ΣΣΕ έχουν υψηλότερη από την αναμενόμενη επίπτωση αυτισμού.
Η θνητότητα τους πρώτους 18 μήνες ζωής σε παιδιά με σύνδρομο συγγενούς ερυθράς ανέρχεται σε 13%.
Πως γίνεται η διάγνωση της νόσησης από ερυθρά;
Ο ιός της ερυθράς απομονώνεται σε εκκρίσεις του ασθενούς (ρινικές εκκρίσεις, φαρυγγικές εκκρίσεις, αίμα, ούρα, εγκεφαλονωτιαίο υγρό) με καλλιέργεια ή ανίχνευση του RNA του ιού με PCR ή αντιγόνου του. Ο ιός μπορεί να απομονωθεί από το φάρυγγα 1 εβδομάδα πριν ως 2 εβδομάδες μετά την εμφάνιση του εξανθήματος. Η μέθοδος δεν χρησιμοποιείται σαν εξέταση ρουτίνας γιατί απαιτεί εξειδικευμένα εργαστήρια και έχει μεγάλο κόστος.
Στην κύηση, σε όλες τις γυναίκες στην πρώτη επίσκεψη, γίνεται έλεγχος των ειδικών αντισωμάτων IgG και IgM για την ερυθρά για να διαπιστωθεί η ανοσία της εγκύου. Στην περίπτωση που υπάρχει ανοσία (διότι η γυναίκα έχει νοσήσει ή έχει εμβολιασθεί στο παρελθόν) τότε βρίσκουμε θετικά τα ειδικά IgG αντισώματα και αρνητικά τα IgM αντισώματα. Για τις ορολογικές αυτές δοκιμασίες χρησιμοποούμε πιο συχνά την μέθοδο ELISA.
Σε περίπτωση που υποπτευόμαστε πρόσφατη νόσηση της εγκύου από ερυθρά θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε άμεσα την ανίχνευση των ειδικών IgG και IgM αντισωμάτων. Η συλλογή του ορού για τις ορολογικές αυτέςαντιδράσεις θα πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα (εντός 7-10 ημερών από την έναρξη της ερυθράς) και να επαναλαμβάνεται 14-21 ημέρες αργότερα. Η ανίχνευση ειδικού IgM αντισώματος μόνου ή σε συνδυασμό με ειδικό IgG αντίσωμα είναι αποδεικτική πρόσφατης νόσου. Σημαντική αύξηση του τίτλου αντισωμάτων (τετραπλασιασμός των ειδικών IgG αντισωμάτων), μεταξύ οξείας φάσεως και φάσεως ανάρρωσης είναι ενδεικτικός πρόσφατης επίκτητης λοίμωξης ή συγγενούς ερυθράς στο νεογέννητο αν και μπορεί να υπάρξουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διάγνωση νόσησης από ερυθρά μπορεί να γίνει με:
- Ανίχνευση τετραπλασιασμού των ειδικών IgG αντισωμάτων από την φάση έναρξης της νόσου μέχρι και την φάση της ανάρρωσης
- Η παρουσία των ειδικών IgM αντισωμάτων (χρειάζεται προσοχή γιατί συχνά ανιχνεύονται ως ψευδώς θετικά)
- Η θετική καλλιέργεια απομόνωσης του ιού της ερυθράς με PCR τεχνική από εκκρίσεις ρινοφαρυγγικές του ασθενούς.
Προγεννητικά στο έμβρυο η διάγνωση της συγγενούς ερυθράς είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Η χρήση των υπερήχων δεν μπορεί με βάση τα ευρήματα να θέσει με ακρίβεια την διάγνωση, αν και στο τρίτο τρίμηνο κάθε περίπτωση ενδομήτριας καθυστέρησης της ανάπτυξης (IUGR) πρέπει να περιλαμβάνει στην διαφοροδιάγνωση και της συγγενή ερυθρά.
Η διάγνωση του συνδρόμου της συγγενούς ερυθράς στηρίζεται στο ιστορικό νόσησης της μητέρας ή επαφής με πάσχοντα από ερυθρά κατά τους πρώτους μήνες της κύησης. Εργαστηριακά επιβεβαιώνεται με απομόνωση του ιού από το ρινοφάρυγγα, το αίμα, τα ούρα, το ΕΝΥ, ανίχνευση ειδικών IgM και IgG αντισωμάτων στον ορό του αίματος και παρακολούθηση της πορείας του τίτλου τους και ανίχνευση του RNA του ιού στο ίδιο το έμβρυο με PCR. Επίσης διάγνωση της νόσου γίνεται με απομόνωση του RNA ή αντιγόνου του ιού από αμνιακό υγρό ή τροφοβλάστη καθώς και με ανίχνευση των ειδικών IgM αντισωμάτων στο αίμα εμβρύου μετά την 23η–24η εβδομάδα. Η ορολογική επιβεβαίωση νόσησης της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης θέλει προσοχή. Σε ορισμένες περιπτώσεις στην κύηση μπορεί να υπάρχουν ψευδώς θετικά IgM αντισώματα οπότε η ανεύρεση τους πρέπει να συνεκτιμάται με τη σημαντική αύξηση του τίτλου των IgG αντισωμάτων ιδιαίτερα αν η μητέρα δεν έχει σαφή συμπτώματα ή δεν υπάρχει επιδημία ερυθράς.
Διακοπή της κύησης μετά το πρώτο τρίμηνο (12 εβδομάδες), γίνεται μόνο όταν έχει τεκμηριωθεί η διάγνωση της λοίμωξης στο ίδιο το έμβρυο.
Ποια είναι η θεραπεία της ερυθράς;
Ειδική θεραπεία για την νόσο δεν υπάρχει. Για την ανακούφιση από τα συμπτώματα συστήνεται ανάπαυση και χορηγείται από του στόματος παρακεταμόλη - ακεταμινοφαίνη (Depon, Panadol, Apotel). H νόσος υποχωρεί μόνη της σε λίγες μέρες και γενικά η πρόγνωση είναι πολύ καλή. Η όλη κλινική εικόνα στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών είναι ήπια. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις όπου επιπλέκεται με την εμφάνιση θρομβοπενίας ή εγκεφαλοπάθειας, μπορεί να χρειαστεί να χορηγήσουμε κορτικοστεροειδή ή να μεταγγίσουμε αιμοπετάλια.
Στην εγκυμοσύνη η κλινική πορεία της νόσου είναι συνήθως ήπια και έχει πολύ καλή πρόγνωση. Το μεγάλο πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι η προσβολή του εμβρύου από τον ιό και η εμφάνιση του Συγγενούς Συνδρόμου της Ερυθράς. Έτσι για εγκυμοσύνες που επιπλέκονται με νόσηση της μητέρας από ερυθρά μέχρι τις 16 έως 20 εβδομάδες κύησης συνιστάται διακοπή της κύησης. Όταν η λοίμωξη συμβεί μετά από τις 20 εβδομάδες κύησης, λόγω της μικρής πιθανότητας εκδήλωσης του Συνδρόμου της Συγγενούς Ερυθράς, η αντιμετώπιση πρέπει να πιο συντηρητική και η διαχείριση του περιστατικού εξατομικευμένη.
Με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται η πρόληψη της νόσησης από ερυθρά;
Η πρόληψη της ερυθράς γίνεται με την χορήγηση του εμβολίου της ερυθράς που περιέχει το εξασθενημένο στέλεχος RA 27/3 του ιού της ερυθράς που καλλιεργείται σε ανθρώπινα διπλοειδή κύτταρα και γίνεται υποδόρια.
Κυκλοφορεί στην Ελλάδα ως τριδύναμο εμβόλιο, μαζί με ιλαρά και παρωτίτιδα.
MMR-II: ly.pd.inj 5000 tcid50/dose 1vial+syr x 0.5ml-solv
PRIORIX: ps.inj.sol 1vial x 0.5ml+1pf.syr x 0.5ml-solv
Η εγκυμοσύνη θα πρέπει να αποφεύγεται για 1 μήνα μετά τον εμβολιασμό. Οι γυναίκες που σκοπεύουν να μείνουν έγκυες θα πρέπει να λαμβάνουν σύσταση για αναβολή της απόφασης.
Eνδείξεις του τριδύναμου εμβολίου: Προφύλαξη από ιλαρά, παρωτίτιδα, ερυθρά σε άτομα ≥ 12 μηνών. Σε περίπτωση έκθεσης στην ιλαρά το εμβόλιο μπορεί να προλάβει τη νόσο αν γίνει στις 3 πρώτες μέρες μετά την έκθεση. Σε περίπτωση επιδημίας εμβολιάζονται όλα τα παιδιά > 6 μηνών που δεν έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει. Σε παιδιά < 6 μηνών, αν έρθουν σε επαφή με πάσχοντα, συνιστάται η χορήγηση απλής γσφαιρίνης (0.25 ml/kg), όπως και σε μεγαλύτερα άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει εφόσον δεν γίνει εμβόλιο ιλαράς ή MMR τις 3 πρώτες ημέρες μετά την έκθεση.
Aντενδείξεις: Υπερευαισθησία σε πρωτεΐνη αυγού ή προϊόντα που προέρχονται από πουλερικά, στη νεομυκίνη ή πολυμυξίνη. Κύηση, υπογαμμασφαιριναιμία ή διαταραχή της κυτταρικής ανοσίας ή ανοσοκαταστολή με εξαίρεση αυτών που πάσχουν από HIV λοίμωξη. (Βλ. και εισαγωγή).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Περίπου 5-15% των εμβολιαζομένων εμφανίζουν πυρετό ή και εξάνθημα 7-12 ημέρες μετά τον εμβολιασμό. Τα συμπτώματα αυτά διαρκούν συνήθως 1-2 ημέρες. Παροδική θρομβοπενία, σπανίως νόσηση από ιλαρά σε άτομα με συγγενή ή επίκτητη διαταραχή της κυτταρικής ανοσίας, εγκεφαλίτιδα σε συχνότητα μικρότερη από 1:1.000.000 δόσεις. Δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι ενοχοποιείται για υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα. Σε επανεμβολιασμό οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι λιγότερο συχνές.
Προσοχή στη χορήγηση: Mπορεί να μειώσει τη διαγνωστική αξία της Mantoux. Nα παρεμβάλλεται τρίμηνο αν έχει προηγηθεί χορήγηση γ-σφαιρίνης ή μετάγγιση αίματος.
Δοσολογία: Δύο δόσεις (0.5 ml) ενδομυϊκώς ή υποδορίως. Η 1η 12-15 μηνών και η 2η σε ηλικία 4-6 ετών ή το αργότερο 11-12 ετών.
Το εμβόλιο χορηγείται σε δυο δόσεις σε ηλικία 12-15 μηνών και 4-6 ετών. Όσα παιδιά δεν εμβολιάσθηκαν στην ηλικία των 4-6 ετών πρέπει να εμβολιάζονται με την πρώτη ευκαιρία.
Η πρόληψη της ερυθράς μπορεί επίσης να γίνει και με το τετραδύναμο εμβόλιο, μαζί με ιλαρά, παρωτίτιδα και ανεμευλογιά.
PRIORIX-TETRA (ΕΜΒ.ΙΛΑΡ.,ΕΡΥΘΡΑ,ΠΑΡΩΤΙΤ.&ΑΝΕΜΟΒΛ.) PS.INJ.SOL BTx 1VIAL + 1PF.SYR. (χωρίς σταθερή βελόνα αλλά με δύο χωριστές βελόνες) x 0,5 ML SOLVENT
Η εγκυμοσύνη θα πρέπει να αποφεύγεται για 1 μήνα μετά τον εμβολιασμό. Οι γυναίκες που σκοπεύουν να μείνουν έγκυες θα πρέπει να λαμβάνουν σύσταση για αναβολή της απόφασης.
Κλινικοί έλεγχοι έχουν αποδείξει ότι 95% των εμβολιασμένων ηλικίας μεγαλύτερης των 12 μηνών αναπτύσσουν ορολογική απόδειξη ανοσίας στην ερυθρά μετά την 1η δόση του εμβολίου. Περισσότεροι από 90% των εμβολιασμένων είναι προφυλαγμένοι από κλινική λοίμωξη από ερυθρά και ιαιμία για τουλάχιστον 15 χρόνια. Υπάρχουν αρκετές αναφορές που δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει επαναλοίμωξη εμβολιασμένων ατόμων μετά από έκθεση στον ιό λόγω χαμηλής στάθμης ανιχνευόμενων αντισωμάτων, ωστόσο το φαινόμενο είναι ασύνηθες. Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις συνδρόμου συγγενούς ερυθράς παρά το γεγονός ότι η μητέρα είχε αποδεδειγμένη ορολογική ανοσία στην ερυθρά πριν την εγκυμοσύνη.
Συνοπτικά συνιστώνται τα εξής :
- Γυναίκες μετά την εφηβεία χωρίς αποδεδειγμένη ανοσία στην ερυθρά πρέπει να εμβολιάζονται με το MMR και να προειδοποιούνται να μη μείνουν έγκυες για 1 μήνα από τον εμβολιασμό
- Οι γυναικολόγοι πρέπει να κάνουν έλεγχο ρουτίνας της ανοσίας έναντι της ερυθράς κατά την κύηση και στις επίνοσες να χορηγείται MMR πριν την έξοδο από το μαιευτήριο.
- Οι παιδίατροι να κάνουν τον καθιερωμένο έλεγχο των βρεφών και των μητέρων τους και να συστήνουν εμβολιασμό αν είναι επίνοσες.
- Ο θηλασμός δεν αποτελεί αντένδειξη για εμβολιασμό της μητέρας παρόλο που ο ιός του εμβολίου έχει μεταδοθεί σε βρέφη που θήλαζαν χωρίς να προκαλέσει νόσο
Επίνοσα άτομα που εργάζονται στο χώρο της υγείας πρέπει να εμβολιάζονται με στόχο την προστασία των εγκύων.
Τι μέτρα λαμβάνουμε εάν νοσεί από ερυθρά κάποιο άτομο του στενού περιβάλλοντος;
- Απομάκρυνση των παιδιών από το σχολείο και των ενηλίκων από τη δουλειά για 7 ημέρες μετά την εμφάνιση του εξανθήματος.
- Αποφυγή επαφής των ατόμων αυτών με εγκύους που δεν έχουν IgG αντισώματα για την ερυθρά για τουλάχιστον 7 - 10 μέρες μετά την εμφάνιση του εξανθήματος
- Σε νοσοκομεία οι ασθενείς που είναι ύποπτοι για ερυθρά πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή και να λαμβάνονται όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις για την αποφυγή έκθεσης ιδίως των επίνοσων εγκύων γυναικών.
- Επειδή τα βρέφη με σύνδρομο συγγενούς ερυθράς αποβάλλουν τον ιό για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να θεωρούνται μολυσματικά ως τουλάχιστον την ηλικία του 1 έτους, εκτός αν οι ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις και οι καλλιέργειες ούρων μετά την ηλικία των 3 μηνών είναι αρνητικές σε επανειλημμένους ελέγχους. Τα άτομα που έρχονται σε επαφή με αυτά τα βρέφη θα πρέπει να είναι άνοσα στην ερυθρά και να αποφεύγεται η επαφή με έγκυες γυναίκες.
- Ομοίως προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνονται όταν βρέφη <12 μηνών με ΣΣΕ νοσηλεύονται στο Νοσοκομείο μέχρι οι φαρυγγικές τους εκκρίσεις και τα ούρα να αποστειρωθούν.